- βαναυσουργία
- βαναυσουργίᾱ , βαναυσουργίαhandicraftfem nom/voc/acc dualβαναυσουργίᾱ , βαναυσουργίαhandicraftfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαναυσουργία — βαναυσουργία, η (Α) [βαναυσουργός] η χειρωνακτική εργασία … Dictionary of Greek
βαναυσουργίας — βαναυσουργίᾱς , βαναυσουργία handicraft fem acc pl βαναυσουργίᾱς , βαναυσουργία handicraft fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)